προσφάι


προσφάι
Προφορά

Ετυμολογία
προσφάι μεταγενέστερη ελληνική προσφάγιος

Ερμηνεία
προσφάι

✦ καθετί που τρώγεται με το ψωμί ως συμπλήρωμά του: στο ταγάρι μας είχαμε το ψωμί και το προσφάι μας, που πηγαίναμε να το μοιραστούμε με τρεις όμορφες κοπέλες (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.