προσυστολή


προσυστολή
Προφορά

Ετυμολογία
προσυστολή προ + συστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσυστολή

(ιατρ.) η πριν από τη συστολή της καρδιάς στιγμή κατά την οποία συστέλλονται οι κόλποι και διαστέλλονται οι κοιλίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.