προσυστολή
Προφορά
Ετυμολογία
προσυστολή προ + συστολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσυστολή
✦ (ιατρ.) η πριν από τη συστολή της καρδιάς στιγμή κατά την οποία συστέλλονται οι κόλποι και διαστέλλονται οι κοιλίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–