προσταγλανδίνη
Προφορά
Ετυμολογία
προσταγλανδίνη └αγγλ┘prostaglandin
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσταγλανδίνη
✦ εύχρ. συν. στον πληθ. προσταγλανδίνες, ορμονικές ουσίες, που συντίθενται από ακόρεστα λιπαρά οξέα στους ιστούς των περισσότερων θηλαστικών, και ρυθμίζουν τις κυτταρικές διεργασίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–