προσρόφηση


προσρόφηση
Προφορά

Ετυμολογία
προσρόφηση προς + ρόφηση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσρόφηση

✦ (χημ.) διείσδυση ξένων μορίων ή ιόντων στην επιφάνεια υγρού ή στερεού σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.