προσπολιτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
προσπολιτισμός απόδοση στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου acculturation
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προσπολιτισμός
✦ διαδικασία κατά την οποία μία ομάδα ανθρώπων τροποποιεί τις πολιτισμικές της αξίες και τις εξομοιώνει με αυτές μιας άλλης ομάδας με την οποία βρίσκεται σε συνεχή και άμεση επαφή, ά. πολιτιστική διείσδυση
✦ προσαρμογή ενός ατόμου σ’ ένα ξένο πολιτισμικό μοντέλο με το οποίο βρίσκεται σε άμεση επαφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–