προσποιούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
προσποιούμαι αρχαία ελληνική προσποιοῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσποιούμαι -είσαι, -είται
✦ υποκρίνομαι, προσπαθώ να φανώ διαφορετικός απ’ ό,τι είμαι: μ’ όλο που προσποιούνταν πως δεν ανησυχούσε (Κ. Καβάφης) – προσποιείται τον τρελό
✦ απομιμούμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–