προσποιητός
Προφορά
Ετυμολογία
προσποιητός αρχαία ελληνική προσποιητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσποιητός -ή, -ό
✦ που γίνεται με προσποίηση, υποκριτικός, επιτηδευμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απροσποίητος, φυσικός, απλός
Επιρρήματα
προσποιητά (Κ προσποιητώς)