προσπερνώ
Προφορά
Ετυμολογία
προσπερνώ προς + περνώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσπερνώ -άς, -ά
✦ πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον που κινείται στον ίδιο δρόμο
✦ περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι
✦ (κ. μτφ.): μια φορά που συνάντησα κι εγώ την αληθινή αγάπη στη ζωή μου, την παράβλεψα, την περιφρόνησα και προσπέρασα (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–