προσπελάσιμος


προσπελάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
προσπελάσιμος προσπελάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ προσπελάσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί εύκολα να τον πλησιάσει, να τον προσεγγίσει κάποιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.