προσπέφτω
Προφορά
Ετυμολογία
προσπέφτω αρχαία ελληνική προσπίπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσπέφτω
✦ πέφτω πάνω σε κάτι
✦ πέφτω στα γόνατα και εκλιπαρώ ή ζητώ συγγνώμη: και πρόσπεσε στα πόδια μου, του σπλάχνους μου ζητιάνος (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–