προσπάθεια
Προφορά
Ετυμολογία
προσπάθεια μεταγενέστερη ελληνική προσπάθεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσπάθεια
✦ καταβολή κόπων, ένταση σωματικών και πνευματικών δυνάμεων, για την επίτευξη ενός σκοπού
✦ απόπειρα, δοκιμή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–