προσλαβαίνω


προσλαβαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
προσλαβαίνω αρχαία ελληνική προσλαμβάνω

Ερμηνεία
προσλαβαίνω

✦ κ. προσλαβαίνω ρ. (προσέλαβα, προσελήφθην κ. προσλήφτηκα) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου
✦ περιβάλλομαι κάποια μορφή, αποκτώ ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που δεν είχα ως τώρα: η πόλη προσέλαβε πανηγυρική όψη – οι αναφορές προσλαμβάνουν χαρακτήρα σαφέστατα ελεγκτικό (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ (παθ.) προσλαμβάνομαι, διορίζομαι σε θέση
✦ (ψυχολ.) προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που υπάρχουν στη συνείδηση και βοηθούν στην πρόσληψη ανάλογης νέας παραστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.