προσκόλληση


προσκόλληση
Προφορά

Ετυμολογία
προσκόλληση μεταγενέστερη ελληνική προσκόλλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσκόλληση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσκολλώ, συγκόλληση
(μτφ. ) σταθερή αφοσίωση σε πρόσωπο ή ιδεολογία
✦ φρ. είναι της προσκολλήσεως, ήρθε ακάλεστος σε συντροφιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.