προσκυνώ
Προφορά
Ετυμολογία
προσκυνώ αρχαία ελληνική προσκυνῶ (=χαιρετώ με φίλημα)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσκυνώ -άς, -ά
✦ δηλώνω θρησκευτική λατρεία και σεβασμό
✦ υποκλίνομαι με σεβασμό
✦ ασπάζομαι ευλαβικά εικόνες ή λείψανα αγίων
✦ δηλώνω υποταγή σε κυρίαρχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–