προσκυνητάρι
Προφορά
Ετυμολογία
προσκυνητάρι μεσαιωνική ελληνική προσκυνητάριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προσκυνητάρι
✦ βιβλίο με περιγραφές ιερών προσκυνημάτων
✦ αναλόγιο όπου τοποθετείται η εικόνα αγίου ή ιερά λείψανα για προσκύνηση
✦ μικρό κτίσμα με μία ή περισσότερες εικόνες σε εξοχικό μέρος (στροφή δρόμου, ακρωτήρι κτλ.): για τα πολλά προσκυνητάρια που ‘βαλε και χτίσανε σ’ όλα τα δύσκολα περάσματα των βουνών (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ ειδικό εκκλησιαστικό έπιπλο μπροστά στο οποίο γονατίζουν οι καθολικοί για να προσευχηθούν
✦ τόπος προσκύνησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–