προσκυνημένος


προσκυνημένος
Προφορά

Ετυμολογία
προσκυνημένος μτχ. παθ. πρκμ. του προσκυνώ

Ερμηνεία
προσκυνημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. άτομο που δήλωσε υποταγή σε κυρίαρχο, ιδ. σε τύραννο

Συνώνυμα

Αντίθετα
απροσκύνητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.