προσκυνήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
προσκυνήτρια μεταγενέστερη ελληνική προσκυνητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προσκυνήτρια
✦ θηλ. προσκυνήτρια κ. προσκυνήτρα λάτρης
✦ (ειδ.) πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα: για να ξοφλήσω παλιό τάμα ξεκίνησα προσκυνητής (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–