προσκοπισμός


προσκοπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προσκοπισμός πρόσκοπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσκοπισμός

✦ θεσμός και οργάνωση διεθνής που έχει ως σκοπό τη σωματική και ηθική αγωγή των παιδιών και εφήβων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.