προσκλίνω
Προφορά
Ετυμολογία
προσκλίνω αρχαία ελληνική προσκλίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσκλίνω
✦ γέρνω επάνω σε κάτι
✦ υποκλίνομαι: προσκλίναν ο ένας στον άλλο με το χέρι στο στήθος (Π. Πρεβελάκης)
✦ τείνω να αποδεχθώ τις απόψεις άλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–