προσηγορικός
Προφορά
Ετυμολογία
προσηγορικός μεταγενέστερη ελληνική προσηγορικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσηγορικός -ή, -ό
✦ ο της προσηγορίας
✦ (γραμμ.) προσηγορικά, κοινά ουσιαστικά ονόματα, που δηλώνουν όλα τα ομοειδή ( π.χ. άνθρωπος, πόλη) σε αντίθεση προς τα κύρια ( π.χ. Περικλής, Αθήνα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–