προσεπιμετρώ
Προφορά
Ετυμολογία
προσεπιμετρώ μεταγενέστερη ελληνική προσεπιμετρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσεπιμετρώ -είς, -εί
✦ συνυπολογίζω
✦ (νομ.) προσεπιμετρώ ποινή, καθορίζω την ποινή μέσα στα όρια που προβλέπει ο νόμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–