προσεπιμέτρηση
Προφορά
Ετυμολογία
προσεπιμέτρηση προσεπιμετρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσεπιμέτρηση
✦ συνυπολογισμός: προσεπιμέτρηση της ποινής (νομ. ο καθορισμός της επιβλητέας ποινής μέσα στα όρια που προβλέπει ο νόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–