προσεπικαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
προσεπικαλώ μεταγενέστερη ελληνική προσεπικαλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσεπικαλώ -είς, -εί
✦ καλώ στο δικαστήριο, κλητεύω τρίτον για να μετάσχει ως ενάγων ή εναγόμενος σε δίκη όπου είμαι διάδικος
✦ (μέσ.) προσεπικαλούμαι, επικαλούμαι ακόμη: προσεπικαλούμαι την μαρτυρία των συναδέλφων μου
✦ (αμτβ.) μου αποδίδεται και ένα επιπλέον όνομα: προσεπικαλείτο και μεγάλη κυρία του θεάτρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–