προσεκτικός


προσεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
προσεκτικός αρχαία ελληνική προσεκτικός

Ερμηνεία
προσεκτικός

✦ κ. προσεχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) που προσέχει
✦ που γίνεται με προσοχή
✦ συνετός, φρόνιμος

Συνώνυμα

Αντίθετα
απρόσεκτος
Επιρρήματα
προσεκτικά κ.προσεχτικά (Κ προσεκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.