προσεισμός


προσεισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προσεισμός προ + σεισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσεισμός

✦ συν. στον πληθ. προσεισμοί, σειρά σεισμικών δονήσεων οι οποίες προηγούνται κατά ώρες, ημέρες ή και μήνες ενός μεγάλου σεισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.