προσεγγίζω


προσεγγίζω
Προφορά

Ετυμολογία
προσεγγίζω μεταγενέστερη ελληνική προσεγγίζω

Ερμηνεία
ρήμα προσεγγίζω

✦ φέρνω κάτι κοντά σε άλλο: προσήγγισε τα χείλη της εις τα θερμά μου χείλη (Δημ. Παπαρρηγόπουλος)
✦ (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω
✦ (ναυτ.) μπαίνω στο λιμάνι, πιάνω: ο αιγυπτιακός στόλος έκανε σαράντα οκτώ ώρες να προσεγγίσει το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της νήσου (Ρέα Γαλανάκη)
✦ εξετάζω, πραγματεύομαι θέμα, ζήτημα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξεμακραίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.