προσδίδω


προσδίδω
Προφορά

Ετυμολογία
προσδίδω αρχαία ελληνική προσδίδωμι

Ερμηνεία
προσδίδω

✦ κ. προσδίνω ρ. (προσ-έδωσα, -δόθηκα) δίνω, παρέχω κάτι, ιδ. ωραίο: η επεξεργασία αυτή του προσέδωσε ιδιαίτερη λάμψη – η προσήλωσή σας μου προσδίδει τιμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.