προσγράφω
Προφορά
Ετυμολογία
προσγράφω αρχαία ελληνική προσ-γράφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσγράφω
✦ γράφω κάτι επιπλέον, προσθέτω
✦ αποδίδω: ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του (Οδ. Ελύτης)
✦ προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα γιώτα (ι) δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
✦ θηλ. μτχ. παθ. πρκμ. προσγεγραμμένη ως ουσ., το γράμμα γιώτα (ι), όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–