προσανατολισμός


προσανατολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προσανατολισμός προσανατολίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσανατολισμός

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσανατολίζω, καθορισμός πορείας ή θέσης
(μτφ. ) κατατόπιση
(μτφ. ) κατεύθυνση των ενεργειών και προσπαθειών προς ορισμένο σκοπό
✦ επαγγελματικός προσανατολισμός, σχολικό μάθημα που χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τα πορίσματα της ψυχολογίας και άλλων επιστημών με σκοπό να βοηθήσει το μαθητή στην επιλογή του επαγγέλματος που του ταιριάζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.