προσανατολίζω


προσανατολίζω
Προφορά

Ετυμολογία
προσανατολίζω προς + ανατολή

Ερμηνεία
ρήμα προσανατολίζω

✦ στρέφω κάτι προς τα ανατολικά
✦ (γεν.) στρέφω κάτι προς ορισμένο σημείο του ορίζοντα
✦ προσδιορίζω τη θέση, την πορεία ή την κατεύθυνση κάποιου, ενημερώνω για κάτι
(μτφ. ) κατευθύνω κάποιον προς κάτι: το περιβάλλον του εγκαίρως τον προσανατόλισε να αναζητήσει θεραπεία στο εξωτερικό
(μτφ. ) κατατοπίζω
✦ (μέσ.) προσανατολίζομαι, εντοπίζω τα σημεία του ορίζοντα του τόπου όπου βρίσκομαι
✦ βρίσκω την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσω
(μτφ. ) κατευθύνω τις προσπάθειες και ενέργειές μου προς ένα σκοπό: προσανατολίζεται στην έκδοση νέας εφημερίδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.