προσαγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
προσαγωγός αρχαία ελληνική προσαγωγός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσαγωγός -ός, -ό
✦ που πλησιάζει ένα πράγμα προς άλλο
✦ (ανατομ.) προσαγωγοί μύες, που προκαλούν προσαγωγή, οι οποίοι συστελλόμενοι πλησιάζουν ένα μέλος προς άλλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–