προσέχω
Προφορά
Ετυμολογία
προσέχω αρχαία ελληνική προσέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσέχω
✦ έχω στραμμένο το νου μου, παρακολουθώ με προσοχή, παρατηρώ: α, όταν έκτιζαν τα τείχη, πώς να μην προσέξω (Κ. Καβάφης)
✦ φροντίζω, περιποιούμαι: προσέχει τους γέροντες γονείς του
✦ αντιλαμβάνομαι, διακρίνω: μέσα σε τόσο κόσμο δεν τον πρόσεξα
✦ αναγνωρίζω την αξία κάποιου ή κάτι: το έργο του, όσο ζούσε στην Ελλάδα, ελάχιστοι το πρόσεξαν
✦ επιτηρώ: πρόσεχε το παιδί, μην πέσει
✦ προφυλάγω ή προφυλάγομαι: θα γλιστρήσεις, πρόσεξε
✦ μτχ. παθ. πρκμ. προσεγμένος, -η, -ο, βλ. λ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–