προσάναμμα
Προφορά
Ετυμολογία
προσάναμμα μεταγενέστερη ελληνική προσανάπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προσάναμμα
✦ έναυσμα, ύλη που χρησιμεύει για το άναμμα της φωτιάς (φρύγανα, δαδί κτλ.): καθώς τα προσανάμματα στη στια (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–