προσάγω
Προφορά
Ετυμολογία
προσάγω αρχαία ελληνική προσάγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσάγω
✦ φέρνω εμπρός, παρουσιάζω, προσκομίζω
✦ οδηγώ ενώπιον: θα προσαχθεί στον ανακριτή
✦ (ναυτ.) φέρνω την πλώρη του πλοίου προς την ευθεία του ανέμου, ορτσάρω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–