προπύλαια
Προφορά
Ετυμολογία
προπύλαια αρχαία ελληνική προπύλαια, πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου προπύλαιος
Ερμηνεία
προπύλαια
✦ ουσ. αρχιτεκτονική επέκταση πριν από την κύρια πύλη ναού, μεγάρου, κτιριακού συνόλου: τα προπύλαια του πανεπιστημίου – της Ακροπόλεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–