προπωλώ


προπωλώ
Προφορά

Ετυμολογία
προπωλώ αρχαία ελληνική προ-πωλῶ

Ερμηνεία
προπωλώ

✦ -είς, -εί κ. προπουλώ -άς, -ά ρ. πουλώ κάτι πριν να είναι έτοιμο για παράδοση

Συνώνυμα

Αντίθετα
προαγοράζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.