προπηλακίζω


προπηλακίζω
Προφορά

Ετυμολογία
προπηλακίζω αρχαία ελληνική προπηλακίζω

Ερμηνεία
ρήμα προπηλακίζω

✦ χλευάζω, εξευτελίζω: και τον ραπίσανε και τον προπηλακίσανε και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.