προπερισπώμενος
Προφορά
Ετυμολογία
προπερισπώμενος μτχ. εν. του μεταγενέστερη ελληνική προπερισπῶμαι
Ερμηνεία
προπερισπώμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) (για λέξη) που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–