προπαρα-σκευάστρια


προπαρα-σκευάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
προπαρα-σκευάστρια προπαρασκευάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προπαρα-σκευάστρια

✦ θηλ. προπαρα-σκευάστρια που προπαρασκευάζει, προετοιμάζει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.