προπαγανδίζω
Προφορά
Ετυμολογία
προπαγανδίζω προπαγάνδα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προπαγανδίζω
✦ κάνω προπαγάνδα, προσπαθώ με διάφορα μέσα να διαδώσω ιδέες, αρχές, αντιλήψεις, ιδ. πολιτικά δόγματα ή θρησκευτικές δοξασίες
✦ διαφημίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–