προπέτασμα


προπέτασμα
Προφορά

Ετυμολογία
προπέτασμα μεταγενέστερη ελληνική προπέτασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το προπέτασμα

✦ οτιδήποτε μπορεί να καλύψει τη θέα προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται πίσω απ’ αυτό, προκάλυμμα
✦ φυσικό ή τεχνητό κάλυμμα που προφυλάσσει από τα πυρά ή παρατήρηση του εχθρού
✦ φρ. προπέτασμα καπνού, νέφος που σχηματίζεται από καπνογόνα μέσα για να αποκρύψει τις κινήσεις στρατιωτικού τμήματος από την παρατήρηση του εχθρού· (κ. μτφ.) ενέργεια ή επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να προφυλάξει ή, και αντιθέτως, να εξαπατήσει κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.