προολκέας


προολκέας
Προφορά

Ετυμολογία
προολκέας προέλκω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προολκέας

✦ δίτροχο στήριγμα του αρότρου που ρυθμίζει το βάθος και το πλάτος του οργώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.