προοδευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
προοδευτικός μεσαιωνική ελληνική προοδευτής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προοδευτικός -ή, -ό
✦ φιλοπρόοδος, που αγαπά την πρόοδο, την εξέλιξη
✦ (για πολιτ. κόμματα) υπέρμαχος της εξελικτικής πορείας της κοινωνίας
✦ που αυξάνει βαθμιαία, που γίνεται με σύστημα αριθμητικής ή γεωμετρικής προόδου: η προοδευτική αύξηση των φόρων – ελάττωση των πόρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
οπισθοδρομικός, συντηρητικός ,αντιδραστικός
Επιρρήματα
προοδευτικά (Κ προοδευτικώς)