προξενήτρα


προξενήτρα
Προφορά

Ετυμολογία
προξενήτρα μεσαιωνική ελληνική προξενητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προξενήτρα

✦ θηλ. προξενήτρα ο μεσολαβητής για σύναψη γάμου, αυτός που κάνει προξενιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.