προνομιούχος
Προφορά
Ετυμολογία
προνομιούχος προνόμιον + έχω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προνομιούχος -α, -ο
✦ αυτός που έχει προνόμιο ή προνόμια
✦ (μτφ. ) ο εξαιρετικά ευνοημένος από τη φύση ή από την τύχη: φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα πλάσματα (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–