προνοητικός


προνοητικός
Προφορά

Ετυμολογία
προνοητικός αρχαία ελληνική προνοητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προνοητικός -ή, -ό

✦ που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προνοεί για κάτι, προβλεπτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
προνοητικά (Κ προνοητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.