προμηθεύω


προμηθεύω
Προφορά

Ετυμολογία
προμηθεύω μεταγενέστερη ελληνική προμηθεύομαι (= προνοώ)

Ερμηνεία
ρήμα προμηθεύω

✦ εφοδιάζω
✦ (μέσ.) προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία, αγοράζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.