προμηθευτικός


προμηθευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
προμηθευτικός μεσαιωνική ελληνική προμηθευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προμηθευτικός -ή, -ό

✦ ο του προμηθευτή
✦ αυτός που προμηθεύει, που ενεργεί προμήθειες: προμηθευτικός συνεταιρισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.