προμετωπίδιος
Προφορά
Ετυμολογία
προμετωπίδιος αρχαία ελληνική προμετωπίδιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προμετωπίδιος -α, -ο
✦ ο ευρισκόμενος στο μέτωπο
✦ το ουδ. προμετωπίδιο ως ουσ., η δερμάτινη λουρίδα του χαλινού που εφαρμόζεται στο μέτωπο του ζώου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–