προμίσθωμα
Προφορά
Ετυμολογία
προμίσθωμα μεταγενέστερη ελληνική ρ. προμισθόω-ῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προμίσθωμα
✦ το ποσό που εισπράττει ο εκμισθωτής από το μισθωτή, πριν από την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–